- κάλλιμα
- κάλλιμοςbeautifulneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαίνυμαι — ἐξαίνυμαι (Α) [αίνυμαι] 1. παίρνω κάτι από ένα μέρος και τό πηγαίνω σε άλλο («νηΐ δ ἐνὶ πρύμνῃ ἐξαίνυτο κάλλιμα δῶρα», Ομ. Οδ.) 2. φρ. «ἐξαίνυτο θυμόν» αφαιρούσε τη ζωή, εφόνευε … Dictionary of Greek
κάλλιμος — Λεπιδόπτερα της οικογένειας των νυμφαλιδών που περιλαμβάνει διάφορα είδη διαδεδομένα στη νοτιοανατολική Ασία. Στις πεταλούδες αυτές το χρώμα της επάνω επιφάνειας των πτερύγων είναι αρκετά διαφορετικό από το χρώμα της κάτω επιφάνειας. Ενώ προς τα… … Dictionary of Greek
πεταλούδα — I Ακμαίο στάδιο των λεπιδόπτερων. Είναι έντομο με μικρό κεφάλι, αλλά ιδιαίτερα αναπτυγμένο κατά την έννοια του πλάτους τα πλευρικά μάτια είναι σύνθετα, μεγάλα και αποτελούνται από πολυάριθμα ομματίδια ή απλά μάτια (μέχρι 27.000 στη σφίγγα του… … Dictionary of Greek